Η Βίγλα




Σε μιάμιση ώρα απόσταση νότια - νοτιοανατολικά της κωμόπολης Κάτω Βιάννος, στα εδάφη της αρχαίας πόλης της Βιάννου (ευρήματα από τη Μεσομινωική μέχρι τη ρωμαϊκή εποχή), ορθώνεται στην παραλία μια μεμονωμένη κορυφή που ονομάζεται Κέρατο. Όταν κοιτάζεις από τον όρμο του Κερατοκάμπου, 2 χλμ δυτικά, το βουνό αυτό μοιάζει κοντόχοντρο, αλλά με ένα εξόγκωμα στην κορυφή του, που θυμίζει κέρατο (621 μ.). Από τα ανατολικά όμως, διαπιστώνει κανείς πως ο όγκος της απότομης αυτής κορυφής κρύβει έναν άλλο μικρότερο βράχο. Σ' αυτό το φανταστικό διπλό κέρατο οφείλει το βουνό το όνομά του. Δεν υπάρχει μάλιστα καμιά αμφιβολία ότι από εδώ ξεκινάει ο μύθος του εφιάλτη και του Ώτου, που κατάγεται, σύμφωνα με πληροφορίες του Στέφανου Βυζαντίου, από την περιοχή της Βιάννου: Ο Αλωάδης Ώτος, που ψηλώνει συνεχώς όπως το πέτρινο τέρας Ουλλικούμι της Ουριτικής μυθολογίας, αλυσοδένει σ' αυτό το βουνό τον Άρη, αλλά φονεύεται τελικά από την Αρτέμιδα. Μια σύγχρονη παράδοση αναφέρει ότι ο Δίας γεννήθηκε στο σπήλαιο της Βίγλας, στη νοτιοανατολική πλαγιά του βουνού. Η παράδοση αυτή στηρίζεται ασφαλώς στην αναφορά από την αρχαιότητα ότι ο Βίεννος ήταν ένας από τους Κουρήτες.

Στην κορυφή, καθώς και στο βόρειο και ανατολικό πλάτωμα του βουνού, είναι σωριασμένα τα ερείπια ενός βενετσιάνικου "Κάστρου" (Castel Ceraton), ενός ρωμαϊκού κτιρίου, ενός μικρού οικισμού της κλασικής εποχής κι ενός οχυρωμένου σημαντικότερου οικισμού της Υστερομινωικής 3 και της Υπομινωικής, απο την οποία προέρχονται και τα περισσότερα όστρακα. Ο Hutchinson ανακάλυψε, φαίνεται, εδώ το 1935 κάποια λείψανα της Υστερομινωικής 1 και ο J. Pendlebury της Μεσομινωικής 3. Με τα δεδομένα αυτά, δεν είναι λοιπόν παράδοξο που μέσα στη σπηλιά αντιπροσωπεύονται όλες οι εποχές, από την Πρωτομινωική μέχρι και τον Χριστιανικό Μεσαίωνα, αφού άλλωστε, στους πρόποδες του βουνού, στα Γαλανά χαράκια και το καβούσι, υπάρχουν ακόμα σήμερα δυο νεκροπόλεις, η μία της Πρωτομινωικής κι η άλλη της Υστερομινωικής περιόδου. Φαίνεται ότι σε περιόδους ανασφάλειας, οπότε η σπηλιά λειτουργούσε ως καταφύγιο και παρατηρητήριο, οι ντόπιοι έκρυβαν εδώ τα προικιά των κοριτσιών τους (Δ Ε Σ Ε, 1953, 149). Η σπηλιά βρίσκεται σε απόσταση 300 μ., νότια από το ξωκλήσι της Αγ. Παρασκευής. Έχει είσοδο μια λοξή τρύπα ύψους 65 εκ. και πλάτους 55 εκ., 2,20 μέτρα πάνω από μια προεξοχή από στιλπνό πορτοκαλοκίτρινο ασβεστόλιθο του μειοκαίνου. Κάποιες, ελάχιστες, μικρές εγκοπές επιτρέπουν να γαντζώνεται κανείς για να συγκρατηθεί με τα χέρια και τα πόδια. Η είσοδος αυτή, προσανατολισμένη νοτιοανατολικά, δεσπόζει σε ύψους 500 περίπου μέτρων πάνω από τη θάλασσα, απ' όπου όμως δεν διακρίνεται. Από 'δω μπορεί να δει κανείς, σε απόσταση 4 χλμ. το μικρό ακρωτήριο που προστατεύει τον όρμο της Άρβης και το αγροτικό ιερό του Άρβιου Δία. Το στόμιο της εισόδου έκλεινε με μια πέτρινη πλάκα, που εξακολουθεί να βρίσκεται στη θέση της. Εσωτερικά κι αφού συρθεί κανείς σε απόσταση 8 περίπου μέτρων, φτάνει σε μια διακλάδωση: Αριστερά, κι αφού διασχίσει μια αίθουσα με χοντρούς σταλαγμίτες, που φαντάζουν στους ντόπιους σαν μορφές ζώων, φτάνει σε ένα μικρό δωμάτιο, τον αποκαλούμενο "οντά", που χρησίμευε για κρυψώνα (αβαφή όστρακα χονδροειδούς κεραμικής) και καταλήγει σε ένα άνοιγμα του βράχου, απροσπέλαστο εξωτερικά. Δεξιά, αρχίζει ένας ευθύγραμμος διάδρομος, προσανατολισμένος βορειοδυτικά, με διεσπαρμένους σταλαγμίτες, συνολικού μήκους 90 μ. Στο 15ο μέτρο του, ο διάδρομος αυτός διευρύνεται, σχηματίζοντας μια μικρή αίθουσα ύψους 5 μ. Ανάμεσα στις κολόνες και στις ασβεστολιθικές αποθέσεις, αριστερά διακρίνεται σαφώς ένας σταλαγμίτης που μοιάζει με Βρεφοκρατούσα. Οι χωρικοί, που ψάχνουν για κοπριά από τις νυχτερίδες, καθαρίζουν πολλές φορές το δάπεδο, με αποτέλεσμα να χάνονται όσα όστρακα έχουν διασωθεί. Είκοσι μέτρα πιο πέρα, ο διάδρομος οδηγεί σε μια αίθουσα με πλάτος 10 περίπου μέτρα. Αριστερά, μια ασβεστολιθική τράπεζα, ύψους 50 εκ. ξεχωρίζει ξεκάθαρα, ανοιχτόχρωμη καθώς είναι, στο σκούρο φόντο του ραβδωτού χαλκίτη. Περιστοιχίζεται από δύο στύλους. Το κεντρικό τμήμα της έχει ανασκαφεί, μπροστά ακριβώς από μια μικρή στήλη λευκού ασβεστόλιθου, ύψους 40 εκ. Απέναντι από τη φυσική αυτή τράπεζα, ορθώνεται ένας ψηλός αυλακωτός στύλος με δύο σταλαγμίτες ακρωτηριασμένους, στη βάση του. Ο ένας μοιάζει με επίμηκες γονατισμένο γυναικείο σώμα. Είναι απολύτως βέβαιο, σύμφωνα και με τις μαρτυρίες των ηλικιωμένων χωρικών της Βιάννου, ότι εδώ, μέσα στο πηχτό σκοτάδι, γινόταν η λειτουργία, κατά τις ταραγμένες περιόδους του περασμένου αιώνα. Και δεν αποκλείεται φυσικά ο τόπος να ήταν ιερός και κατά την αρχαιότητα. Από το παχύ από την κοπριά έδαφος, ανασύρονται ακόμη θραύσματα αγγείων της τελευταίας μινωικής περιόδου και των γεωμετρικών χρόνων. Μετά τη μικρή αυτή αίθουσα, η σήραγγα στενεύει, η οροφή χαμηλώνει και ο διάδρομος καταλήγει σε ένα στενό λαγούμι. Σύμφωνα με την παράδοση, μπορεί κανείς να κυκλοφορεί ώρες ατέλειωτες και να χαθεί μέσα σ' αυτό το λαγούμι, που οδηγεί, για άλλους σ' ένα βάραθρο, και για άλλους στις δεξαμενές της βουνοκορφής.